- παρατρώσαντι
- παρά-τιτρώσκωwoundaor part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατιτρώσκω — ΜΑ τραυματίζω επί πλέον, προξενώ πληγές κοντά σε άλλες 2. μτφ. κακοποιώ, διαστρεβλώνω την αλήθεια («παρατρώσαντι τὴν ἀλήθειαν οὐδαμῶς», Μέν.) μσν. παραβαίνω, αθετώ, παραβιάζω («τὸν νόμον παρετρώσατε», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τιτρώσκω… … Dictionary of Greek